δημοσιωνης

δημοσιωνης
    δημοσιώνης
    δημοσι-ώνης
    -ου ὅ откупщик государственных доходов Diod.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "δημοσιωνης" в других словарях:

  • δημοσιώνης — δημοσιώνης, ο (Α) (κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους) ο ενοικιαστής τών δημόσιων προσόδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δημόσιος + ωνούμαι «αγοράζω»] …   Dictionary of Greek

  • δημοσιώνης — farmer of the revenue masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημοσιωνῶν — δημοσιώνης farmer of the revenue masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημοσιῶναι — δημοσιώνης farmer of the revenue masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημοσιώναις — δημοσιώνης farmer of the revenue masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημοσιώνας — δημοσιώνᾱς , δημοσιώνης farmer of the revenue masc acc pl δημοσιώνᾱς , δημοσιώνης farmer of the revenue masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινών — κοινών, ῶνος και δωρ. τ. κοινάν, ᾱνος (Α) 1. κοινωνός* 2. μέλος συνδικάτου που εισέπραττε έγγειους φόρους, δημοσιώνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοινεών] …   Dictionary of Greek

  • προσοδικός — ή, όν, Α [πρόσοδος] 1. αυτός που αποφέρει προσόδους, παραγωγικός, προσοδοφόρος 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόσοδο 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ προσοδικός ενοικιαστής δημόσιων προσόδων, δημοσιώνης* 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προσοδικά οι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»